- αισχυντηλία
- αἰσχυντηλία, η (Α) [αἰσχυντηλός]αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσχυντηλία — αἰσχυντηλίᾱ , αἰσχυντηλία bashfulness fem nom/voc/acc dual αἰσχυντηλίᾱ , αἰσχυντηλία bashfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηλίαν — αἰσχυντηλίᾱν , αἰσχυντηλία bashfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek